- ανώχυρος
- ἀνώχυρος, -ον (Α)ανοχύρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνώχυρος — not fortified masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώχυρον — ἀνώχυρος not fortified masc/fem acc sg ἀνώχυρος not fortified neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωχύρους — ἀνώχυρος not fortified masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνώχυρα — ἀνώχυρος not fortified neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόχυρος — ἀνόχυρος, ον (Α) βλ. ανώχυρος … Dictionary of Greek
εχυρός — ά, ό (Α ἐχυρός, ά, όν) (για τόπους) οχυρός, ασφαλής («ἡ νῆσος... τόν τε λιμένα... ἐχυρὸν ποιεῑ», Θουκ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εχυρόν ναυτ. ο ισχυρά θωρακισμένος θάλαμος στα μεγάλα πολεμικά πλοία από τον οποίο κατευθύνει τη δράση τού πλοίου… … Dictionary of Greek